ἀμαρτύρητος

English (LSJ)

[ῠ], ον, needing no witness, E.HF290, Antiph.311. Adv. ἀμαρτυρητί = without witnesses, POxy.1852.10 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1no probado o testimoniado Antiph.311 (pero quizá = II) γένεσις Heph.Astr.2.33.18, λόγος Cyr.Al.M.73.253C.
2 que no necesita probar con testigos οὑμὸς δ' ἀ. εὐκλεὴς πόσις, ὡς τούσδε παῖδας οὐκ ἂν ἐκσῶσαι θέλοι δόξαν κακὴν λαβόντας E.HF 290.
3 sin testigos, que no tiene testigos ἀ. ἀπὸ ψευδομαρτυρίας sin testigos que den falso testimonio, Cat.Cod.Astr.9(2).149
en que no hay testimonios δίκη Procop.Arc.16.28.
II adv. ἀμαρτυρήτως = sin testimoniar Antipho.Soph.B 93b (cf. I 1).

German (Pape)

[Seite 117] unbezeugt, Eur. Herc. Fur. 290.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'a pas besoin d'être attesté.
Étymologie: , μαρτυρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμαρτύρητος: (ῠ) незасвидетельствованный, не подтвержденный доказательствами: ἀ., ὡς …; Eur. разве он не представил доказательства тому, что …?

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαρτύρητος: -ον, ὁ μὴ ἔχων χρείαν μαρτύρων ἢ μαρτυρίας, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 290, Ἀντιφ. Ἄδηλ. 94.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἁμαρτύρητος, -ον) μαρτυρῶ
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μαρτυρήθηκε, δεν βεβαιώθηκε με μάρτυρες
2. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν μαρτυρίες, αποδείξεις, ο αναπόδεικτος
3. λέγεται για λέξεις ή τύπους που δεν απαντούν σε αρχαίο κείμενο, αλλά υπάρχουν υποθετικά
4. αυτός που δεν καταγγέλθηκε, δεν προδόθηκε
5. αυτός που δεν μαρτύρησε, δεν βασανίστηκε για την πίστη του
αρχ.
αυτός που δεν έχει ανάγκη μαρτύρων ή μαρτυρίας.

Greek Monotonic

ἀμαρτύρητος: -ον (μαρτῠρέω), αυτός που δεν χρειάζεται μάρτυρες, σε Ευρ.

English (Woodhouse)

unattested