ἀμβλυώττω

German (Pape)

[Seite 118] stumpf-, blödsichtig sein, ὀφθαλμοὶ – καὶ ἐγγὺς φαίνονται τυφλῶν Plat. Rep. VI, 508 c. öfter; πρὸς τὸ φῶς Luc. Cont. 1; ὑπὸ γήρως Icarom 6; übertr., Plat. Rep. VI, 508 d.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἀμβλυώσσω.

Greek Monolingual

ἀμβλυώττω και -ώσσω (Α)
1. έχω αμβλεία, ασθενή, αδύναμη όραση, είμαι αμβλύωπας
2. θαμπώνομαι, σαστίζω
3. (το ουδ. της μτχ. του ενεστ. ως ουσ.) το ἀμβλυώττον
ο αμβλυωγμός
4. φρ. «ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς», θαμπώνομαι, τυφλώνομαι από το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύς.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμβλυωγμός, ἀμβλυωσμός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμβλυώττω: атт. = ἀμβλυώσσω.