Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ο, ηαυτός που πάσχει από αμβλυωπία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < ἀμβλὺς + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός», πρβλ. αγγλ. amblyope].