τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
Ν
1. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση, τον κάνω να τά χάσει («μέ σάστισε με τις φωνές του»)
2. (αμτβ.) περιέρχομαι σε αμηχανία, τά χάνω («σάστισα, έτσι ξαφνικά που σέ είδα»)
3. φρ. «τά σάστισα» — τά έχασα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. şaştim, αόρ. του şaşmak].