ἀμελῶ

Mantoulidis Etymological

(=δέ φροντίζω, εἶμαι ἀδιάφορος). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀμελής (α στερητ. + ἀπρόσ. μέλει μοι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμέλεια, ἀμέλημα, ἀμελητέον, ἀμελητής, ἀμελητικός, ἀμελητί.