ἀμελητής
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
ἀμελητοῦ, ὁ, one who neglects, Gal.3.827.
Spanish (DGE)
-οῦ
1 despreciable οὐχ ὁ μὴ λέγων ἀμελητὴς (var. por ἀμελής) ἀλλ' ὁ μὴ προσυπακούων ἀβέλτερος = no es despreciable el que no habla, sino que es un necio el que no escucha Gal.3.327.
2 que desprecia, amelitis: neglector, Gloss.3.123.
3 despistado οὐχὶ προνοητικὸς ἦν ἀλλ' ἀμελητής Sch.Ar.Au.639
•remiso ἀμελητὴν ἀνδρεῖον = hombre valeroso pero de un valor remiso (de Paris que, aun siendo valiente, rehúye el combate), Eust.660.12, trad. de μεθήμων Eust.660.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμελητής: -οῦ, ὁ, ὁ παραμελῶν, ὁ ὀλιγωρῶν, Γαλην. 4, σ. 390, Λοβ. Φρύνιχ. 514.
Greek Monolingual
ἀμελητής, ο (Α)
αυτός που αμελεί, που ολιγωρεί για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμελῶ.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀμελητικός.