ἀμελητής

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμελητής Medium diacritics: ἀμελητής Low diacritics: αμελητής Capitals: ΑΜΕΛΗΤΗΣ
Transliteration A: amelētḗs Transliteration B: amelētēs Transliteration C: amelitis Beta Code: a)melhth/s

English (LSJ)

ἀμελητοῦ, ὁ, one who neglects, Gal.3.827.

Spanish (DGE)

-οῦ
1 despreciable οὐχ ὁ μὴ λέγων ἀμελητὴς (var. por ἀμελής) ἀλλ' ὁ μὴ προσυπακούων ἀβέλτερος = no es despreciable el que no habla, sino que es un necio el que no escucha Gal.3.327.
2 que desprecia, amelitis: neglector, Gloss.3.123.
3 despistado οὐχὶ προνοητικὸς ἦν ἀλλ' ἀμελητής Sch.Ar.Au.639
remiso ἀμελητὴν ἀνδρεῖον = hombre valeroso pero de un valor remiso (de Paris que, aun siendo valiente, rehúye el combate), Eust.660.12, trad. de μεθήμων Eust.660.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμελητής: -οῦ, ὁ, ὁ παραμελῶν, ὁ ὀλιγωρῶν, Γαλην. 4, σ. 390, Λοβ. Φρύνιχ. 514.

Greek Monolingual

ἀμελητής, ο (Α)
αυτός που αμελεί, που ολιγωρεί για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμελῶ.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀμελητικός.