ἀμεμψίμοιρος
English (LSJ)
ἀμεμψίμοιρον, not complaining of one's lot, Telesp.56.2H., M.Ant.5.5.
Spanish (DGE)
-ον
que no se queja de su suerte Teles p.56.2
•subst. τὸ ἀ. la aceptación del propio destino M.Ant.5.5.
German (Pape)
[Seite 122] nicht unzufrieden mit seinem Geschick, M. Ant. 5, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεμψίμοιρος: -ον, ὁ μὴ μεμψιμοιρῶν, ὁ μὴ παραπονούμενος διὰ τὴν τύχην του, Μάρκ. Ἀντων. 5. 5.
Greek Monolingual
ἀμεμψίμοιρος, -ον (Α) μεμψίμοιρος
αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη μοίρα του, δεν παραπονιέται για την τύχη του, γενναιόκαρδος, καρτερικός.