ἀμετασάλευτος
German (Pape)
[Seite 122] unbeweglich, Clem. Alex.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετασάλευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κινήσῃ ἢ νὰ σείσῃ, ἀσάλευτος, ἀκίνητος, Κλήμ. Ἀλ. 201.
Spanish (DGE)
-ον inmóvil<νέοι> Clem.Al.Paed.2.7.54.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμετασάλευτος, -ον) μετασαλεύω
αυτός που δεν μετακινήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετακινηθεί, ασάλευτος, ακίνητος, σταθερός.