ἀμετατροπία

English (LSJ)

ἡ, immovableness, Sch.A.R. 4.1082.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ inmovilidad Sch.A.R.4.1080.

German (Pape)

[Seite 123] ἡ, Unwandelbarkeit, Schol. Ap. Rh.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετατροπία: ἡ, τὸ ἀμετάτρεπτον, ἡ ἀκινησία, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1082.

Greek Monolingual

ἀμετατροπία, η (Μ) ἀμετάτροπος
το να είναι κάτι αμετάτρεπτο, αμετάβλητο, η ακινησία.