ἀμοιβαδόν

English (LSJ)

v. sub ἀμοιβαδίς.

Spanish (DGE)

(ἀμοιβᾰδόν)
• Grafía: graf. ἀμυβαδόν Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-]
1 por turno, alternativamente ἄξονας (de las puertas) ἐν σύριγξιν ἀ. εἰλίξασαι Parm.B 1.19, καὶ ἠρεισμένα τρίβεται μὲν ἀ. Ti.Locr.98e, οἵγ' ἀλλήλοισιν ἀ. ἠγορόωντο A.R.2.1226, cf. Hld.5.20.13, Q.S.10.191, Them.Or.17.215b, Agath.2.21.8, Phlp.in Ph.691, D.P.Au.2.4, Eust.1547.24.
2 inmediata, sucesivamente Hsch., Sud.α 1659, AB 387, Phot.p.93R.

German (Pape)

[Seite 126] dasselbe, ἀλλήλοισι ν ήγορόωντο Ap Rh. 2, 1228; Qu. Sm. 10, 191; in Prosa, Tim. Locr. 98 e.

Greek Monolingual

(Α ἀμοιβαδὸν) επίρρ. ἀμοιβή
αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοιβᾰδόν: Plat. = ἀμοιβαδίς.