ἀμορβαῖος

English (LSJ)

ἀμορβαῖον, epithet of χαράδραι, Nic.Th.28,489, expl. by Sch. as rustic, pastoral, or dark.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
pastoril, campestre u obscuro χαράδραι Nic.Th.28, 489, cf. Sch.ad loc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμορβαῖος: -ον, μόνον ἐν Νικ. Θ. 28. 489, κατὰ τὸν Σχολ. ἀγροτικός, ποιμενικός, ἢ σκοτεινός, πρβλ. ἀμορβάς, ἀμολγαῖος.

German (Pape)

χαράδραι Nic. Th. 28 und 489, nach Schol. ποιμενικαί oder σκοτεινώδεις, s. ἀμολγαῖος. Müßte, wie die ἀμορβάδες, richtiger ἁμ. geschrieb. werden.