ἀμυγδαλίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = ἀμυγδάλη, Philox.3.20, Plu.2.624d.

Spanish (DGE)

(ἀμυγδᾰλίς) -ίδος, ἡ
• Prosodia: [-ῐ-]
almendra Philox.Leuc.(e) 21, Plu.2.624d.

German (Pape)

[Seite 130] ίδος, ἡ, Mandel, Plut. Symp. 1, 6; Philox. Ath. XIV, 643 c, als Diminutiv.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite amande.
Étymologie: ἀμυγδάλη.

Russian (Dvoretsky)

ἀμυγδᾰλίς: ίδος ἡ Plut. = ἀμύγδαλον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυγδᾰλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἀμυγδάλη, Φιλόξεν. παρ’ Ἀθην. 643C.

Greek Monolingual

ἀμυγδαλὶς (-ίδος), η (Α) ἀμυγδάλη
αμύγδαλο.