ἀμύγδαλον
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
τό, = ἀμυγδάλη, Hp.Morb.3.15, Hermipp.63, Arist.HA614b15, Dsc.1.123, etc.; = ἀμυγδαλῆ, LXX Ec.12.5.
Spanish (DGE)
(ἀμύγδᾰλον) -ου, τό
• Alolema(s): ἀμύκταλα PSI 718.7 (IV/V d.C.)
1 almendra Hp.Morb.3.15, Mul.2.117, Hermipp.63.20, Arist.HA 614b15, Mir.832a1, Artem.1.73, Dsc.1.123, Aret.CA 1.10.7, Ath.53b, PSI l.c., Gp.7.12.2.
2 almendro LXX Ec.12.5.
German (Pape)
τό, die Mandel, öfter bei Ath., z.B. Diphil. II.52a; Hermipp. com. bei Hes.; Theophr. und A.; nach Moeris hellenist.
Russian (Dvoretsky)
ἀμύγδᾰλον: τό миндаль Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύγδαλον: τό, ἑσφ. γραφ. ἀντὶ ἀμυγδάλη, Φιλύλλ. ἐν «Φρεωρύχῳ» 2: παρ’ Ἀθήν. ἀπαντᾷ συχνάκις, «ὅτι καὶ οὐδετέρως ἀμύγδαλα λέγεται, Δίφιλος τρωγάλια μυρτίδες πλακοῦς ἀμύγδαλα» Β. 52F., ἴδε καὶ 53Β, πρβλ. καὶ Μοῖριν σ. 9. ἔκδ. Πιερσ.