ἀμφίπαλτος

English (LSJ)

ἀμφίπαλτον, tossed about, re-echoing, αὐδή AP15.27.10 (Besant.).

Spanish (DGE)

-ον resonante αὐδά Simm.Ouum 17.

German (Pape)

[Seite 141] ringsum geschwungen, αὐδή, rings wiederhallend, Simmi. (XV, 27).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lancé autour ; qui fait écho.
Étymologie: ἀμφί, πάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίπαλτος: раздающийся вокруг (αὐδή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπαλτος: -ον, ὁ πανταχόθεν παλλόμενος, ὁ ἀντηχῶν, αὐδὴ Ἀνθ. Π. 15. 27.

Greek Monotonic

ἀμφίπαλτος: -ον (πάλλω), αυτός που πάλλεται παντού, αυτός που αντηχεί, σε Ανθ.

Middle Liddell

πάλλω
tossed about, re-echoing, Anth.