ἀμφανδόν

English (LSJ)

Adv., poet. for ἀναφανδόν, prob. in Pi.P.9.41.

German (Pape)

[Seite 133] Pind. P. 9, 42, = ἀναφανδόν.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφανδόν: Pind. = ἀναφανδόν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφανδόν: ἐπίρρ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναφανδόν, Πινδ. Π. 9. 73.

English (Slater)

ἀμφανδόν in daylight, openlyτοῦτο αἰδέοντ, ἀμφανδὸν ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” (Er. Schmid: ἀμφαδόν codd.) (P. 9.41)

Greek Monolingual

ἀμφανδὸν επίρρ. (Α)
βλ. αμφαδόν.

Greek Monotonic

ἀμφανδόν: ποιητ. επίρρ. αντί ἀναφανδόν, σε Πίνδ.

Middle Liddell

[poetic for ἀναφανδόν, Pind.]