ἀμφιγηθέω

English (LSJ)

rejoice throughout, h.Ap.273.

Spanish (DGE)

regocijarse φρένας ἀμφιγεγηθώς h.Ap.273, ἀμφιγέγηθα κακοῖσι Gr.Naz.M.37.670A.

German (Pape)

[Seite 137] sich ringsum, sehr freuen, H. h. Ap. 273.

French (Bailly abrégé)

ἀμφιγηθῶ :
déborder de joie.
Étymologie: ἀμφί, γηθέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιγηθέω: χαίρω εἰς ὑπερβολήν, σὺ δὲ φρένας ἀμφιγεγηθὼς Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 273.

Greek Monotonic

ἀμφιγηθέω: περιχαίρομαι ή χαίρομαι υπερβολικά, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

to rejoice around or exceedingly, Hhymn.