ἀμφικάρηνος
English (LSJ)
ἀμφικάρηνον, two-headed, Nic. Th. 373 ; in Al. 417 v.l. for ἀμφίκρηνα.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
bicéfalo de una serpiente fabulosa, Nic.Th.373.
German (Pape)
[Seite 139] zweiköpfig, ἀμφίσβαινα Nic. Th. 372 Al. 417.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικάρηνος: -ον, δύο ἔχων κεφαλάς, Νικ. Θ. 372. ΙΙ. = ὁ περὶ τὴν κεφαλήν, ὁ αὐτ. Ἀλεξιφ. 417.
Greek Monolingual
ἀμφικάρηνος, -ον (Α)
με δύο κεφαλές, δικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κάρηνος < κάρα.