ἀμφινεύω

English (LSJ)

nod this way and that, AP9.709 (Phil.).

Spanish (DGE)

• Morfología: [perf. ἀμφινένευκεν AP 9.709 (Phil.)]
discurrir por uno y otro lado del Eurotas πᾶσι γὰρ ἐν κώλοις ὑδατούμενος ἀμφινένευκεν AP 9.709 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

hocher la tête de ci de là.
Étymologie: ἀμφί, νεύω.

Greek Monotonic

ἀμφινεύω: μέλ. -σω, κάνω νεύμα με αυτό τον τρόπο ή τον άλλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφινεύω: качаться, раскачиваться Anth.

Middle Liddell

to nod this way and that way, Anth.