ἀμφιπολία

English (LSJ)

or ἀμφιπολεία, ἡ, office of ἀμφίπολος, D.S.16.70.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
servicio religioso, cargo de servidor del culto Διὸς Ὀλυμπίου D.S.16.70.

German (Pape)

[Seite 142] ἡ, Priesteramt, D. Sic. 16, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπολία: ἢ -εία, ἡ, ἀρχὴ ἢ ἀξίωμα ἱερατικὸν ἐν Συρακούσαις, «κατέστησε δὲ (ὁ Τιμολέων) καὶ τὴν κατ’ ἐνιαυτὸν ἐντιμοτάτην ἀρχήν, ἣν ἀμφιπολίαν Διὸς Ὀλυμπίου οἱ Συρακόσιοι καλοῦσι» Διόδ. 16. 70.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπολία:должность жреца, священство Diod.