ἀμφιπτυχή

English (LSJ)

ἡ, folding round, embrace, σώματος δὸς ἀμφιπτυχάς E.Ion519.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ abrazo σώματός τ' ἀμφιπτυχάς E.Io 519.

German (Pape)

[Seite 142] ἡ, Umarmung, σώματος δὸς ἀμφιπτυχάς Eur. Ion 531.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
embrassement.
Étymologie: ἀμφί, πτύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπτῠχή:объятие Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπτῠχή: ἡ, περίπτυξις, ἐναγκαλισμός, σώματος δὸς ἀμφιπτυχὰς Εὐρ. Ἴων 519.

Greek Monolingual

ἀμφιπτυχή, η (Α)
αγκάλιασμα, περίπτυξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πτυχή.

Greek Monotonic

ἀμφιπτῠχή: ἡ, περίπτυξη, εναγκαλισμός, σε Ευρ.

Middle Liddell

a folding round, embrace, Eur.