ἀμφισβητῶ
Mantoulidis Etymological
(=προχωρῶ χωριστά, διαφωνῶ, φιλονεικῶ). Ἀπό τό ἀμφίς + βῆναι τοῦ βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ἀμφισβητῶ: ἀμφισβήτημα, ἀμφισβητήσιμος, ἀμφισβήτησις, ἀμφισβητητέον, ἀμφισβητικός, ἀναμφισβήτητος, ἀναμφισβητήτως.