ἀμφισβητικός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 144] v. l. für ἀμφισβητητικός, Plat. Soph. 225 a.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφισβητικός: Plat. = ἀμφισβητητικός.
[Seite 144] v. l. für ἀμφισβητητικός, Plat. Soph. 225 a.
ἀμφισβητικός: Plat. = ἀμφισβητητικός.