ἀμφισβήτημα
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
-ατος, τό,
A point in dispute, question, Id.Tht.158b, Arist.Pol.1275b37, etc.
2 point maintained in argument, Pl.Phlb. 11b.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 desacuerdo πόλεων καὶ βασιλέων ἀ. διαιτῶν Plu.Pomp.39, ἀ. αὐτοῖς ... εἶναι I.AI 17.11, cf. Plu.2.825d, POxy.1503.5 (III a.C.), D.C.52.37.9
•punto contencioso πρὸς τούτους Arist.Pol.1275b37, ἄγειν ἀ. πρὸς ἐκείνους (δικαστάς) Plu.Sol.18, περὶ βίον ἀ. Ph.2.514, περὶ τοῦ ὄναρ τε καὶ ὕπαρ Pl.Tht.158b, Poll.8.29, ὑπὲρ Δημαράτου Paus.3.4.4.
2 postura en la discusión Pl.Phlb.11b.
German (Pape)
[Seite 144] τό, Streit, Streitfrage, -punkt, Plat. Theaet. 158 b; Plut. Sol. 18; aber τὸ παρ' ἡμῶν ἀμφ., unsere (entgegengesetzte) Behauptung, Plat. Phil. 11 a.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
controverse, contestation.
Étymologie: ἀμφισβητέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφισβήτημα: ατος τό1) спор, разногласие Plut.;
2) предмет разногласия, спорный вопрос Plat., Arst.;
3) (выдвигаемое в споре) положение, утверждение, (противоположное) мнение Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφισβήτημα: -ατος, τό, τὸ ἀμφισβητούμενον, περὶ οὗ ὑπάρχει ἀμφισβήτησις, Πλάτ. Θεαίτ. 158Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 4. 2) ἰσχυρισμὸς κατὰ τὴν συζήτησιν, ὅ,τι διισχυρίζεταί τις, Πλάτ. Φίλ. ἐν τῇ ἀρχῇ.
Greek Monolingual
ἀμφισβήτημα, το (Α) ἀμφισβητῶ
1. αμφισβητούμενο ζήτημα ή θέμα
2. επιχείρημα, ισχυρισμός.
Greek Monotonic
ἀμφισβήτημα: -ατος, τό, αμφισβητούμενο σημείο, αμφιλεγόμενο, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἀμφισβητέω
a point in dispute, Plat., etc.