-ητος, ἡ, duality, etym. of Ἀμφιτρίτη, Sch.Opp.H. 1.385.
-ητος, ἡdualidad falsa etim. de Ἀμφιτρίτη Sch.Opp.H.1.385.
ἀμφοτερότης, -ητος, η (Α) ἀμφότεροιη ιδιότητα του να είναι κανείς και τα δύο ή να έχει και τα δύο.