ἀμόγητος

English (LSJ)

ἀμόγητον, (μογέω) untiring, h.Hom.8.3.

Spanish (DGE)

-ον
infatigable de Ares h.Hom.8.3, cf. ἀμόγητοι· ἀμνοὶ πρᾶοι Sud.

German (Pape)

[Seite 126] unermüdlich, Ares, H. h. 7, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
infatigable.
Étymologie: , μογέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμόγητος: не знающий устали (Ἄρης HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόγητος: -ον, (μογέω) ὁ μὴ καταπονούμενος, ἀκούραστος, Ὕμ. Ὁμ. 7. 3.

Greek Monolingual

ἀμόγητος, -ον (Α)
ακαταπόνητος, ακούραστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μογέω «κοπιάζω, υποφέρω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμογητί.

Greek Monotonic

ἀμόγητος: -ον (μογέω), μη καταπονημένος, ακούραστος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

μογέω
unwearied, untiring, Hhymn.