ἀμογητί
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
English (LSJ)
Adv. of ἀμόγητος, without toil or effort, Il.11.637, Call.Dian. 25, D.H.Dem.8, Luc.Nav.21, Plot.6.2.21, etc.
Spanish (DGE)
adv. sin esfuerzo, sin trabajo ἄειρεν Il.11.637, cf. Call.Dian.25, Fr.384.33, Rhian.74.3, D.H.Dem.8, Luc.Nau.21, A.D.Adu.161.7, D.C.75.3.2, Plot.6.2.21, Alciphr.3.33.2, Nonn.D.37.587, Sud.
German (Pape)
[Seite 126] ohne Anstrengung, Hom. einmal, Iliad. 11. 637 ἀμογητὶ ἄειρεν; Luc. Navig. 21 u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans fatigue.
Étymologie: ἀμόγητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμογητί: adv. без усилий, без труда Hom., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμογητί: ἐπίρρ. τοῦ ἑπομ., ἄνευ μόχθου ἢ προσπαθείας, ἀπόνως, Ἰλ. Λ. 637.
English (Autenrieth)
(μογέω): without trouble, Il. 11.637†.
Greek Monolingual
ἀμογητὶ επίρρ. (Α) ἀμόγητος
δίχως κόπο ή προσπάθεια, ακούραστα.
Greek Monotonic
ἀμογητί: επίρρ., άνευ μόχθου και προσπάθειας, σε Ομήρ. Ιλ.