ἀμόμφητος
English (LSJ)
f.l. in A.Ch.510. ἄμομφος, ον, (μομφή)
A blameless, A.Eu.475; πρὸς ὑμῶν ib.678.
II Act., having nothing to complain of, cj. Robortellus for ἄμορφος, ib.413.
German (Pape)
[Seite 127] λόγος Aesch. Ch. 503, woraus man ἀμομφῆ oder ἀμεμφῆ τόνδε gemacht hat, =
Greek (Liddell-Scott)
ἀμόμφητος: ἐσφ. γραφὴ ἐν Αἰσχ. Χο. 510, ἔνθα ὁ Ἕρμαννος διώρθωσεν ἀμεμφῆ τόνδ’ ἐτεινάτην λόγον, ἀντὶ τῆς τῶν χειρογράφων γραφῆς ἀμομφητονδετινατον.
Greek Monotonic
ἀμόμφητος: -ον = ἀμεμφής, σε Αισχύλ.