ἀνάκλαστος
English (LSJ)
ον, bent back, reflected: metaph., of participles derived from Nouns or Adjectives, Plu.2.1011d.
Spanish (DGE)
-ον reflexivo Plu.2.1011d (cód.), v. ἀντανάκλαστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάκλαστος: грам. производный (ὀνόματα, οἷον ὁ φρονῶν ἀπο τοῦ φρονίμου Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκλαστος: -ον, (ἀνακλάω) ὁ εἰς τὰ ὀπίσω κεκαμμένος, ὁ ἀντανακλώμενος. ΙΙ. ἐν τῇ Γραμμ., κλιτός, Πλούτ. 2. 1011D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάκλαστος, -ον) ἀνακλῶ
ο προς τα πίσω κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί ανάκλαση
αρχ.
λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα.