ἀνάπνευμα
English (LSJ)
poet. ἄμπνευμα, ατος, τό, resting-place, Pi.N.1.1.
Spanish (DGE)
v. ἄμπνευμα.
German (Pape)
[Seite 203] p. ἄμπνευμα (-πνέω), τό, Erholung, Ruheplatz, Pind. N. 1, 1.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπνευμα: поэт. ἄμπνευμα, ατος τό место отдыха Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπνευμα: ποιητ. ἄμπν-, ατος, τό, τόπος πρὸς ἀνάπαυσιν, ἀναπαυτήριον, Πινδ. Ν. 1. 1.
Greek Monolingual
ἀνάπνευμα και ποιητικώς ἄμπνευμα, το (Α) ἀναπνέω
τόπος για αναψυχή, αναπαυτήριο.
Greek Monotonic
ἀνάπνευμα: ποιητ. ἄμπν-, -ατος, τό (ἀναπνέω), τόπος ανάπαυσης, ηρεμίας, σε Πίνδ.