ἀνάρυσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, drawing of water, Plu.2.951c(pl.).

Spanish (DGE)

v. ἀνάρρυσις.

Greek Monolingual

ἀνάρυσις, η (Α) αναρύτω
η άντληση, το βγάλσιμο νερού.