βγάλσιμο
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek Monolingual
και βγάρσιμο, το
1. εξαγωγή («βγάλσιμο δοντιού»)
2. άντληση («βγάλσιμο νερού»)
3. εξόρυξη («βγάλσιμο ματιού»)
4. αποβολή, αφαίρεση («βγάλσιμο των ρούχων)
5. εξάρθρωση («βγάλσιμο χεριού»)
6. ανατολή («στο βγάλσιμο του ήλιου»)
7. εξόφληση («το βγάλσιμο του χρέους»)
8. δοθιήν του δέρματος, καλόγερος.