βγάλσιμο

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

και βγάρσιμο, το
1. εξαγωγήβγάλσιμο δοντιού»)
2. άντλησηβγάλσιμο νερού»)
3. εξόρυξηβγάλσιμο ματιού»)
4. αποβολή, αφαίρεσηβγάλσιμο των ρούχων)
5. εξάρθρωσηβγάλσιμο χεριού»)
6. ανατολή («στο βγάλσιμο του ήλιου»)
7. εξόφληση («το βγάλσιμο του χρέους»)
8. δοθιήν του δέρματος, καλόγερος.