αναρύτω

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ἀναρύτω (Α)
αντλώ, βγάζω νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αρύτω (αττ. τ. του αρύω «αντλώ»).
ΠΑΡ. αρχ. ανάρυσις].