ἀνάσσυτος
English (LSJ)
ἀνάσσυτον, (ἀνασεύω) rushing upwards, of air, Hp.Mul.2.124, cf. Hsch.
Spanish (DGE)
-ον que sube Hp.Mul.2.124.
German (Pape)
[Seite 208] auf- od. zurückfahrend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάσσῠτος: -ον, (ἀνασεύομαι) ὁ εἰς τὰ ὀπίσω ἢ ἄνω ὁρμῶν, ὁ εἰς τὰ ὀπίσω ἢ ἄνω ὠθούμενος, ἀνόρμητος, Ἱππ. 645. 9.