ἀνόρμητος
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English (LSJ)
ἀνόρμητον, impetuous, Erot. s.v. ἀνάσσυτος.
Spanish (DGE)
-ον impulsado hacia arriba Erot.26.17.
German (Pape)
[Seite 241] erkl. Schol. Od. 12, 89 ὁ μὴ δυνάμενος ἀνοροῦσαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόρμητος: -ον, (ἀνορμάομαι) ὁρμητικός, Ἐρωτιαν. ΙΙ. (ἀνἀρνητ.) νωθρός, ἀδρανής, Βασίλ.