ἀνάστερος

English (LSJ)

ἀνάστερον, poet. for ἄναστρος, Arat.349, Man.4.528.

Spanish (DGE)

-ον
no señalado por astros de cierta parte de una constelación, Arat.349, χῶρον Man.4.528.

German (Pape)

[Seite 209] sternenlos, Arat. 228; Man. 4, 528.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάστερος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἄναστρος, Ἄρατ. 228.

Greek Monolingual

-η, -ο
άναστρος, χωρίς άστρα
«ανάστερη νύχτα».