ἀνέθιστος

English (LSJ)

ἀνέθιστον, unaccustomed, πόνοι Hp.Vict.2.66; ίερά D.H.2.73.

Spanish (DGE)

-ον
desacostumbrado πόνοι Hp.Vict.2.66, ἱερά D.H.2.73
de pers. no acostumbrado μαλακίαις καὶ ἡδυπαθίαις Ephor.(?) en PLit.Lond.114.16
subst. τὸ ἀ. falta de costumbre ἡ ἀριστερὰ ... διὰ τὸ ἀ. ἀργὸς οὖσα M.Ant.12.6.

German (Pape)

[Seite 220] ungewohnt, ἱερά, noch nicht eingeführte Opfer, Dion. II. 2, 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέθιστος: -ον, ἀσυνήθιστος, ἀσυνήθης, πόνοι Ἱππ. 364. 36. ἱερὰ Διον. Ἁλ. 2. 73.

Greek Monolingual

ἀνέθιστος, -ον (Α) εθίζω
ασυνήθης, ασυνήθιστος.