ἀσυνήθης
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
English (LSJ)
ἀσύνηθες, gen. εος,
A unaccustomed, χῶρος, τόπος, Emp. 118, Aen.Tact.16.19; τὰ ἀσυνήθη Hp.Aph.2.50; ἀσύνηθες τοῖς ζῴοις τὸ πίνειν Arist.HA606b26; φαντασία ἀ. πράγματος Stoic.3.98, al.; not customary, ὅπερ οὐκ ἀσύνηθες ὀνομάζειν Phld.D.3.2.
II of persons, unaccustomed, inexperienced, Hp.Aph.2.49, Plb.10.47.7. Adv. ἀσυνήθως = without being accustomed, without being experienced Plu.2.678a.
2 unfamiliar, of persons, Arist.EN1126b26; ἐν ἀνδράσιν ἀ. amongst men unknown to them, D.H.8.44.
Spanish (DGE)
-ες
I 1de cosas y abstr. no acostumbrado, insólito χῶρος Emp.B 118, σιτία Hp.Vict.4.93, φαντασία Chrysipp.Stoic.3.98, ὁδοί D.H.3.21, πᾶν ... τὸ παράσημον Demetr.Eloc.208, c. dat. ἀσύνηθες αὐτοῖς (τοῖς ζῴοις) τὸ πίνειν Arist.HA 606b26, βίος ... ἀ. τοῖς ἄλλοις βασιλεῦσι D.S.29.32, τόπους ... τοῖς ... πολεμίοις ἀσυνήθεις Aen.Tact.16.19, c. inf. ὅπερ οὐκ ἀσύνηθες ὀνομάζειν Phld.D.3.2.23
•subst. τὸ ἀ. Ath.189b, Plot.4.4.37, τὰ ἀσυνήθη op. τὰ συνήθεια Hp.Aph.2.50.
2 gram. inusual, raro τὸ ἀσύνηθες τῆς ἀντωνυμίας A.D.Synt.191.4, τὰ εἰς ‘ειρ’ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν ἀσυνήθη Hdn.Gr.1.49.
3 de pers. no familiarizado, desacostumbrado op. συνήθης Hp.Aph.2.49, Arist.EN 1126b26, D.H.8.44
•c. gen. falto de experiencia en γραμματικῆς Plb.10.47.7, τῆς ἐδωδῆς ταύτης Mnesith.Ath.27.b5.
II adv. ἀσυνήθως = sin costumbre, sin experiencia Plu.2.678a, Sch.Ar.Pl.555.
German (Pape)
[Seite 380] ες, ungewohnt, χῶρος, Empedocl. 10; γραμματικῆς, der nicht lesen kann, Pol. 10, 47.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 inaccoutumé en parl. de choses;
2 qui n'a pas l'habitude de, gén. ; avec l'inf..
Étymologie: ἀ, συνήθης.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυνήθης:
1 непривычный, неведомый (χῶρος Emped.);
2 не вошедший в привычку, несвойственный (τινί Arst.);
3 незнакомый (ἀγνῶτες καὶ ἀσυνήθεις Arst.);
4 не имеющий привычки, неопытный (τινός Polyb., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνήθης: -ες, γεν. εος, μὴ συνήθης, ἰδών ἀσυνήθεα χῶρον Ἐμπεδ. 17· τὰ ἀσυνήθη Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἀσύνηθες τοῖς ζῴοις τὸ πίνειν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 28, 13. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων (ἐνεργητικῶς), μὴ εἰθισμένος, ἀσυνήθιστος, ἄπειρος, Ἱππ. ἔνθ’ ἄνωτ.· τινὸς Πολύβ. 10. 47, 7· μετ’ ἀπαρ., ἀσ. ὁρᾶσθαι Διον. Ἁλ. 8. 44: ― Ἐπίρρ. -θως Πλούτ. 2. 678Α. 2) ὁ μὴ συνήθης, μὴ γνώριμος, μὴ σχετικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 5.
Greek Monolingual
(-ους), -ες (AM ἀσυνήθης, -ες)
1. ο μη συνήθης, αυτός που διαφέρει από το καθιερωμένο ή κοινό
2. (για πρόσωπα) μη εξοικειωμένος με κάτι, μη συνηθισμένος, άπειρος
νεοελλ.
1. σπάνιος, εξαιρετικός
2. ιδιόρρυθμος, αλλόκοτος
αρχ.
(για πρόσωπα) ο μη γνώριμος, ο άγνωστος.
Greek Monotonic
ἀσυνήθης: -ες, γεν. -έος, μη συνηθισμένος, μη έμπειρος, αμάθητος, σε Αριστ.
Middle Liddell
unaccustomed, inexperienced, unacquainted, with others, Arist.