ἀσυνήθης

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνήθης Medium diacritics: ἀσυνήθης Low diacritics: ασυνήθης Capitals: ΑΣΥΝΗΘΗΣ
Transliteration A: asynḗthēs Transliteration B: asynēthēs Transliteration C: asynithis Beta Code: a)sunh/qhs

English (LSJ)

ἀσύνηθες, gen. εος,
A unaccustomed, χῶρος, τόπος, Emp. 118, Aen.Tact.16.19; τὰ ἀσυνήθη Hp.Aph.2.50; ἀσύνηθες τοῖς ζῴοις τὸ πίνειν Arist.HA606b26; φαντασία ἀ. πράγματος Stoic.3.98, al.; not customary, ὅπερ οὐκ ἀσύνηθες ὀνομάζειν Phld.D.3.2.
II of persons, unaccustomed, inexperienced, Hp.Aph.2.49, Plb.10.47.7. Adv. ἀσυνήθως = without being accustomed, without being experienced Plu.2.678a.
2 unfamiliar, of persons, Arist.EN1126b26; ἐν ἀνδράσιν ἀ. amongst men unknown to them, D.H.8.44.

Spanish (DGE)

-ες
I 1de cosas y abstr. no acostumbrado, insólito χῶρος Emp.B 118, σιτία Hp.Vict.4.93, φαντασία Chrysipp.Stoic.3.98, ὁδοί D.H.3.21, πᾶν ... τὸ παράσημον Demetr.Eloc.208, c. dat. ἀσύνηθες αὐτοῖς (τοῖς ζῴοις) τὸ πίνειν Arist.HA 606b26, βίος ... ἀ. τοῖς ἄλλοις βασιλεῦσι D.S.29.32, τόπους ... τοῖς ... πολεμίοις ἀσυνήθεις Aen.Tact.16.19, c. inf. ὅπερ οὐκ ἀσύνηθες ὀνομάζειν Phld.D.3.2.23
subst. τὸ ἀ. Ath.189b, Plot.4.4.37, τὰ ἀσυνήθη op. τὰ συνήθεια Hp.Aph.2.50.
2 gram. inusual, raro τὸ ἀσύνηθες τῆς ἀντωνυμίας A.D.Synt.191.4, τὰ εἰς ‘ειρ’ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν ἀσυνήθη Hdn.Gr.1.49.
3 de pers. no familiarizado, desacostumbrado op. συνήθης Hp.Aph.2.49, Arist.EN 1126b26, D.H.8.44
c. gen. falto de experiencia en γραμματικῆς Plb.10.47.7, τῆς ἐδωδῆς ταύτης Mnesith.Ath.27.b5.
II adv. ἀσυνήθως = sin costumbre, sin experiencia Plu.2.678a, Sch.Ar.Pl.555.

German (Pape)

[Seite 380] ες, ungewohnt, χῶρος, Empedocl. 10; γραμματικῆς, der nicht lesen kann, Pol. 10, 47.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 inaccoutumé en parl. de choses;
2 qui n'a pas l'habitude de, gén. ; avec l'inf..
Étymologie: , συνήθης.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυνήθης:
1 непривычный, неведомый (χῶρος Emped.);
2 не вошедший в привычку, несвойственный (τινί Arst.);
3 незнакомый (ἀγνῶτες καὶ ἀσυνήθεις Arst.);
4 не имеющий привычки, неопытный (τινός Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνήθης: -ες, γεν. εος, μὴ συνήθης, ἰδών ἀσυνήθεα χῶρον Ἐμπεδ. 17· τὰ ἀσυνήθη Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἀσύνηθες τοῖς ζῴοις τὸ πίνειν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 28, 13. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων (ἐνεργητικῶς), μὴ εἰθισμένος, ἀσυνήθιστος, ἄπειρος, Ἱππ. ἔνθ’ ἄνωτ.· τινὸς Πολύβ. 10. 47, 7· μετ’ ἀπαρ., ἀσ. ὁρᾶσθαι Διον. Ἁλ. 8. 44: ― Ἐπίρρ. -θως Πλούτ. 2. 678Α. 2) ὁ μὴ συνήθης, μὴ γνώριμος, μὴ σχετικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 5.

Greek Monolingual

(-ους), -ες (AM ἀσυνήθης, -ες)
1. ο μη συνήθης, αυτός που διαφέρει από το καθιερωμένο ή κοινό
2. (για πρόσωπα) μη εξοικειωμένος με κάτι, μη συνηθισμένος, άπειρος
νεοελλ.
1. σπάνιος, εξαιρετικός
2. ιδιόρρυθμος, αλλόκοτος
αρχ.
(για πρόσωπα) ο μη γνώριμος, ο άγνωστος.

Greek Monotonic

ἀσυνήθης: -ες, γεν. -έος, μη συνηθισμένος, μη έμπειρος, αμάθητος, σε Αριστ.

Middle Liddell

unaccustomed, inexperienced, unacquainted, with others, Arist.