ασυνήθης

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

(-ους), -ες (AM ἀσυνήθης, -ες)
1. ο μη συνήθης, αυτός που διαφέρει από το καθιερωμένο ή κοινό
2. (για πρόσωπα) μη εξοικειωμένος με κάτι, μη συνηθισμένος, άπειρος
νεοελλ.
1. σπάνιος, εξαιρετικός
2. ιδιόρρυθμος, αλλόκοτος
αρχ.
(για πρόσωπα) ο μη γνώριμος, ο άγνωστος.