ἀνέκκριτος
English (LSJ)
ἀνέκκριτον, not emptied, γαστήρ Poet. deherb.137.
Spanish (DGE)
(ἀνέκκρῐτος) -ον no vaciado, γαστήρ Poet.de herb.138.
German (Pape)
Greek Monolingual
ἀνέκκριτος, -ον (Α)
(για το πεπτικό σύστημα) που δεν παρουσιάζει κανονικές κενώσεις.