ἀνέμπληστος

English (LSJ)

ἀνέμπληστον, of which one cannot have one's fill, θέαμα v.l. in Them.Or.2.40b.

German (Pape)

[Seite 223] θέαμα Themist., ein Anblick, an dem man sich nicht satt sehen kann, l. d.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέμπληστος, -ον) εμπίμπλημι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν χορταίνει, ο άπληστος
2. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γεμίσει με κάτι
αρχ.
φρ. «ἀνέμπληστον θέαμα» — θέαμα που δεν χορταίνει να το βλέπει κανείς.