ἀναίρεμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἑλώριον, Sch.A.R.2.264.

Spanish (DGE)

-ματος, τό presa Sch.A.R.2.264.

German (Pape)

[Seite 189] τό, Beute, Raub, Schol. Ap. Rh. 2, 264.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίρεμα: -ατος, τό, = ἑλώριον, «ἅρπαγμα» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 264.

Greek Monolingual

ἀναίρεμα, το (Μ) ἀναιρῶ
άγρα, λεία.