ἀναδιδράσκω
English (LSJ)
run away again, Plb.29.19.1 (dub.).
Spanish (DGE)
escapar de nuevo Plb.29.19.1.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἀναδιδράσκω: вновь убегать (Polyb. - v.l. к ἀποδιδράσκω).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδιδράσκω: ἀποδιδράσκω ἐκ νέου, Πολύβ. 29. 7, 1. ἀμφίβ.
Greek Monolingual
ἀναδιδράσκω (Α)
δραπετεύω ξανά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + διδράσκω «δραπετεύω»].