ἀναδρέπω

English (LSJ)

break off, pluck, Nonn. D. 9.120:—Med., cull, ῥητορικοὺς λόγους ἀναδρέψασθαι Them.Or.27.332d.

Spanish (DGE)

cortar, coger, ἄνθος Nonn.D.9.120, en v. med. GDRK 35.3.56
fig. v. med. escoger, elegir τοὺς ῥητορικοὺς λόγους Them.Or.27.332d.

German (Pape)

[Seite 187] abpflücken, übertr., λόγους, Them.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδρέπω: δρέπω, Νόνν. Δ. 9. 120. - Μέσ., συλλέγω, ῥητορικοὺς λόγους ἀναδρέψασθαι Θεμίστ. 332D.

Greek Monolingual

ἀναδρέπω (ΑΜ)
1. δρέπω αχόρταγα ή απλώς δρέπω
2. συλλέγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-
+ δρέπω.