ἡ, (ζώννυμι) kind of bandage, Gal.18(1).774.
-ας, ἡ cierto vendaje Gal.18(1).774.
ἀναζώστρα: ἡ, (ζώννυμι) εἶδος ἐπιδέσμου, Γαλην. πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον «ζώστρα».
ἀναζώστρα, η Α ἀναζώννυμι1. είδος επιδέσμου2. ζώνη, ζωνάρι.