ἀνακηδής
English (LSJ)
ἀνακηδές, = ἀκηδής, Democr.174,254.
Spanish (DGE)
-ές
desocupado, tranquilo ὁ μὲν εὔθυμος εἰς ἔργα ἐπιφερόμενος ... ἀνακηδής ἐστιν Democr.B 174
•en sent. peyor. οἱ κακοὶ ... ἀνακηδέες γίγνονται Democr.B 254.
Greek Monolingual
ἀνακηδής, -ές (Α)
ο ἀκηδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- στερ. + κῆδος «φροντίδα»].