ἀνακυλισμός
German (Pape)
[Seite 194] ὁ, Zurückwälzen, Sp. Von
Russian (Dvoretsky)
ἀνακῠλισμός: ὁ досл. вращательное движение вспять, перен. обратное движение (ἐνιαυτοῦ Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακῠλισμός: ὁ, τὸ πρὸς τὰ ἄνω ἢ ὀπίσω κυλίεσθαι, Διον. Ἀρεοπ.: - ἐπὶ χρόνου. Διόδ. 12. 36, ἐκ διορθώσεως τοῦ Λ. Δινδορφ. ἀντὶ -κυκλισμός.