ἀναλκής

English (LSJ)

ἀναλκές, = ἀνάλκιμος (without strength, impotent, feeble), Hp. Aër. 16, Arist. Phgn. 809a39 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ές
débil τὸ γένος τὸ Ἀσιηνόν Hp.Aër.16, τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων ... ἀναλκέστερα Arist.Phgn.809a39, cf. Hsch.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλκής: Arst. = ἄναλκις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλκής: -ές, = τῷ ἑπομ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 290, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 4.

Greek Monolingual

ἀναλκής, -ές (Α)
βλ. ἄναλκις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀλκή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάλκεια.