ἀναλογέω

English (LSJ)

A to be analogous, σπλάγχνον οὐκ ἔχει ἀναλογοῦν Arist. Fr.334: c. dat., Phld.Sign.37, Ph.1.278, etc.; ὁ τεχνίτης ὁ -ῶν τῷ Φειδίᾳ Gal.Nat.Fac.2.3: c. acc., ἀ. τὴν ἐπιμέλειαν to be capable of performing a service, PAmh.64.13; ἀ. τοῖς τᾶς ἀξίας βάσμοις to keep up to the degrees of his rank, IG12(2).243.17 (Mytilene), cf. CIG3486 (Thyatira), J.AJ4.8.4, Ath.3.80c, etc.
2 Math., to be proportionate, Cleom.1.7.

Spanish (DGE)

I intr.
1 mat. ser proporcional κατὰ τοὺς ... ἀναλογοῦντας ἀριθμούς Ph.1.21, ξυμμετρία Cleom.1.7.36, μερίς ἀναλογοῦσα parte proporcional, PMasp.151.89 (VI a.C.), cf. 309.28, Basil.M.29.48A.
2 ser análogo, ser equiparable σπλάγχνον δ' οὐκ ἔχει ἀναλογοῦν Arist.Fr.334
c. dat. ἐπὶ λόγῳ θεωρητὰ τοῖς φαινομένοις ἀναλογοῦντα Phld.Stgn.37.29, οἳ (πόροι) τοῖς ἐν γυναιξὶ μαστοῖς ἀναλογοῦσι Ph.1.278, ὁ τεχνίτης ὁ ἀναλογῶν τῷ Φειδίᾳ Gal.2.84, χειμῶνι μὲν τῆς νυκτὸς ἀναλογεῖν δοκούσης Plu.2.725b, τῷ πατρὶ SB 10567.4 (III a.C.)
mantenerse a la altura de τοῖς τᾶς ἀξίας βασμοῖς ἀνελόγησε se mantuvo a la altura de su grado de dignidad, IG 12(2).243.17 (Mitilene), τὴν πολιτείαν ... τῷ ... Μωυσέος ἀξιώματι τῆς ἀρετῆς ἀναλογοῦσαν la constitución ... que estaba a la altura de la fama de Moisés I.AI 4.196, τὰ δὲ Τραλλιανὰ (σῦκα) ἀναλογεῖ τοῖς Ῥοδίοις Ath.80c.
II tr. estar capacitado para μή ἀναλογοῦντας τὴν ἐ[π] ιμέλειαν no capacitados para el cargo, PAmh.64.3 (II a.C.)
adecuar, compaginar τὰ δὲ εἰς τὸν λόγον <τὰ τοῦ ἀνθρώπου> Epiph.Const.Haer.71.2 (p.251.7)
en v. pas. ἡ πᾶσα ἀκολουθία ἀναλογεῖται toda la sucesión (de hechos) es establecida adecuadamente Epiph.Const.Haer.51.17 (p.274.15).

German (Pape)

[Seite 196] in einem richtigen Verhältniß zu einer Sache stehen, analog sein, Sp., z. B. Schol. metr. vett. Pind. i. A. τινί

French (Bailly abrégé)

ἀναλογῶ :
être proportionnel ou analogue, correspondre à τινι.
Étymologie: ἀνάλογος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλογέω: εἶμαι ἀνάλογος, σπλάγχνον οὐκ ἔχει ἀναλογοῦν Ἀριστ. Ἀποσπ. 315· τοῖς τᾶς ἀξίας βασμοῖς ἀνελόγησε, πρὸς τοὺς βαθμοὺς τῆς ἑαυτοῦ τάξεως ἀνελόγησε, Ἐπιγραφ. Μυτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189, πρβλ. 3486, Ἀθήν. 80C, 81A, κτλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλογέω: находиться в соответствии, соответствовать или быть аналогичным (τινι Plut.): οὐκ ἔχειν ἀναλογοῦν Arst. не иметь себе подобного.