ἀναμηρύκησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, rumination, Aristeas154.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ rumia Aristeas 154.

German (Pape)

[Seite 198] ἡ, das Wiederkäuen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμηρύκησις: ἡ, τὸ ἀναμηρυκᾶσθαι, Ἀριστέας Ἱστ. Ο΄, σ. 18.

Greek Monolingual

ἀναμηρύκησις (-εως), η (Α) ἀναμηρυκῶμαι
αναμάσημα της τροφής, μηρυκασμός, ξαναμάσημα.