αναμάσημα

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424

Greek Monolingual

και αναμάσισμα, το
1. ξαναμάσημα της τροφής, αναμάσηση, μηρυκασμός
2. ασαφής λόγος ή έκφραση γεμάτη υπεκφυγές
3. (κυρίως στον πληθ.) τα αναμασήματα
συνεχής επανάληψη τών ίδιων λόγων.